κλυστήρι
From LSJ
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
Greek Monolingual
το (AM κλυστήριον)
(νεοελλ.-μσν.)
1. κλυστήρας
2. κλύσμα
αρχ.
κλυστηρίδιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλυστήρ + υποκορ. κατάλ. -ι(ον), πρβλ. ποτήρ-ι(ον), ποτιστήρ-ι(ον)].