κισσοχαίτης

From LSJ
Revision as of 13:36, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κισσοχαίτης Medium diacritics: κισσοχαίτης Low diacritics: κισσοχαίτης Capitals: ΚΙΣΣΟΧΑΙΤΗΣ
Transliteration A: kissochaítēs Transliteration B: kissochaitēs Transliteration C: kissochaitis Beta Code: kissoxai/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, A ivy-tressed, i.e. ivycrowned, only in voc., κισσοχαῖτ' (i.e. -χαῖτ[ᾰ]) ἄναξ Pratin.Lyr.1.17, Ecphantid.3 (ridiculed by Cratin.324).

German (Pape)

[Seite 1443] epheugelockt, mit Epheu das Haar umkränzt; Cratin. bei Hephaest. p. 96; Pratin. bei Ath. XIV, 617 f. vom Dionysus.

Greek (Liddell-Scott)

κισσοχαίτης: -ου, ὁ, κισσοστεφής, ἔχων τὴν κόμην, Πρατίν. 1. 19, Ἔκφαντ. ἐν Ἀδήλ. 2· (σκωπτόμενον ὑπὸ Κρατίν. ἐν Ἀδήλ. 52).

Greek Monolingual

κισσοχαίτης και κισσεοχαίτης, ὁ (Α)
κισσοστεφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + -χαίτης (< χαίτη), πρβλ. βοτρυο-χαίτης, φυκιο-χαίτης].