κλεφταράκος
From LSJ
Μηδέποτε πειρῶ δύο φίλων εἶναι κριτής → Ne recipe amicos inter arbitrium duos → Versuche nie, zu schlichten zweier Freunde Streit
Greek Monolingual
ο
μικροκλέφτης, κλεφτρόνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλέφτ-αρος + υποκορ. κατάλ. -άκος (πρβλ. φουκαράς > φουκαράκος). Ενδιαφέρουσα περίπτωση υποκοριστικού παρ. από μεγεθ. πρωτόθετο (πρβλ. και ψευτ-αρ-άκος)].