κοχλιοστρόφιο

From LSJ
Revision as of 13:50, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίονἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him

Source

Greek Monolingual

και κοχλιοστροφείο, το
εργαλείο με το οποίο στρέφεται ο κοχλίας, εργαλείο που χρησιμοποιείται για βίδωμα και ξεβίδωμα, κατσαβίδι, βιδολόγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοχλίας + -στρόφιο (< στροφή < στρέφω), πρβλ. πηλο-στρόφιον, χειλο-στρόφιον. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. του γαλλ. tourne-vis και απαντά από το 1858 στο Ονοματολόγιον ναυτικόν].