το (Μ κούρβουλον)
κορμός κλήματος
νεοελλ.
1. αποξηραμένος κορμός κλήματος που χρησιμοποιείται ως καύσιμη ύλη, κούτσουρο αμπέλου
2. ο κορμός κάθε δένδρου
3. (κατ' επέκτ.) το όλο φυτό, το κλήμα
4. μτφ. αδρανής, ξερός, ακίνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κούρβος «καμπύλος» + -ουλο (πρβλ. ψίχ-ουλο)].