κουέστα

From LSJ
Revision as of 13:55, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
(γεωμορφ.) γεωμορφή που χαρακτηρίζεται από έναν απότομο κρημνό ή μέτωπο στη μια πλευρά και από μια ομαλή κλιτύ στην άλλη, αλλ. ομοκλινής ράχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cuesta < ισπαν. cuesta < λατ. costa «πλευρά, παΐδι»].