νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her
η (Α κροκίς, -ίδος)
κροκύδα
αρχ.
μυγοχάφτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκη «κλωστή, νήμα» + κατάλ. -ίς (πρβλ. σκελ-ίς, φιαλ-ίς)].