κτηνύδριον
From LSJ
Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich
English (LSJ)
τό, Dim. of κτῆνος, PStrassb.92.12 (iii A.D.), PFlor. 120.6 (iii A.D.).
Greek Monolingual
κτηνύδριον, τὸ (Α)
πάπ. μικρό κτήνος, μικρό ζώο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + υποκορ. κατάλ. -ύδριον (πρβλ. λογ-ύδριον, νησ-ύδριον)].