λήνος
From LSJ
δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand, and I will move the Earth
Greek Monolingual
λῆνος, τὸ (Α)
1. έριο, μαλλί
2. δίχτυ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα wl-nā- (με μακρό υγρό φωνήεν) της ΙΕ ρίζας wel- «μαλλιά, μαλλί» (πρβλ. λατ. vello «κουρεύω πρόβατα», γέλλαι, γλώσσα που παραδίδει ο Ησύχιος «κουρεύω πρόβατα», λατ. vellus «μαλλί») και συνδέεται με λατ. lāna, αρχ. ινδ. ūrnā < γοτθ. wulla (πρβλ. αγγλ. wool), λιθουαν. wilna > αβεστ. varәnā-, αρχ. σλαβ. vlŭna, όλα με την ίδια σημ. «μαλλί, έριον». Η κλίση του τ. κατά τα σιγμόληκτα (-ος, -ους) πιθ. να μην είναι αρχαία αλλά αναλογική προς τα εἶρος, πέκος (πρβλ. λατ. lānestris)].