λαθάνεμος

From LSJ
Revision as of 14:15, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λᾱθάνεμος Medium diacritics: λαθάνεμος Low diacritics: λαθάνεμος Capitals: ΛΑΘΑΝΕΜΟΣ
Transliteration A: lathánemos Transliteration B: lathanemos Transliteration C: lathanemos Beta Code: laqa/nemos

English (LSJ)

[ᾰν], ον, Dor. for ληθ-, A escaping wind, ὥρα Simon.12.3.

Greek (Liddell-Scott)

λᾱθάνεμος: -ον, Δωρ. ἀντὶ τοῦ ληθ-, διαφεύγων τὸν ἄνεμον, νήνεμος, γαλήνιος, ὥρα Σιμων. 12.

Greek Monolingual

λαθάνεμος και ληθάνεμος, -ον (Α)
αυτός που διαφεύγει τον άνεμο, αυτός που δεν έχει άνεμο, ήρεμος, γαλήνιοςλαθάνεμος ὥρα», Σιμων.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαθ- του λανθάνω, (πρβλ. αόρ. -λαθ-ον) + ἄνεμος (πρβλ. αλεξ-άνεμος, κωλυσ-άνεμος). Ο τ. ληθάνεμος < θ. ληθ- του λανθάνω (πρβλ. παρακμ. λέ-ληθ-α) + ἄνεμος.

Russian (Dvoretsky)

λᾱθάνεμος: (ᾰν) безветренный, тихий (ὥρα Simonides ap. Arst.).