λαμπρόπους

From LSJ
Revision as of 14:16, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Βούλου γονεῖς πρώτιστον ἐν τιμαῖς ἔχειν → Tibi sunt parentes primo honorandi loco → Erweise deinen Eltern an erster Stelle Ehr

Menander, Monostichoi, 72
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαμπρόπους Medium diacritics: λαμπρόπους Low diacritics: λαμπρόπους Capitals: ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΣ
Transliteration A: lamprópous Transliteration B: lampropous Transliteration C: lampropous Beta Code: lampro/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος,

A bright-footed, Sch.DIl.1.538.

German (Pape)

[Seite 12] ποδος, mit glänzenden Füßen, Erkl. von ἀργυρόπεζα, Schol. Il. 1, 538.

Greek (Liddell-Scott)

λαμπρόπους: ὁ, ἡ, πουν, τό, ἔχων λαμπροὺς πόδας, Σχόλ. Ἰλ. Α. 538.

Greek Monolingual

λαμπρόπους, -ουν (Α)
αυτός που έχει λαμπρά, λευκά πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπρός + πούς (πρβλ. ωκύ-πους)].