λατύπος

From LSJ
Revision as of 14:20, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Βίον πορίζου πάντοθεν πλὴν ἐκ κακῶν → Omni arte vitam quaere, dum ne ars sit mala → Ernähre dich auf jede Art, sofern sie gut

Menander, Monostichoi, 63
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λᾱτύπος Medium diacritics: λατύπος Low diacritics: λατύπος Capitals: ΛΑΤΥΠΟΣ
Transliteration A: latýpos Transliteration B: latypos Transliteration C: latypos Beta Code: latu/pos

English (LSJ)

(parox.), ὁ, A stone-cutter, mason, Hp.Fract.31, S.Fr.530, Gal.Thras. 43, CIG(add.)3827v, al. (Cotiaeum); cf. λαοτύπος.

Greek (Liddell-Scott)

λᾱτύπος: [ῠ], ὁ, (λᾶς τύπτω) ὁ κόπτων λίθους, λιθοτόμος, Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 773, Σοφ. Ἀποσπ. 477, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 3827 v, y, κ. ἀλλ., πρβλ. λαοτύπος· ― ἐντεῦθεν λᾱτῠπικός, ή, όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν πελέκησιν λίθων, σμίλη Ἡσύχ.· ἡ λ. τέχνη Πορφύρ. παρὰ Κυρίλλ.

Greek Monolingual

λατύπος, ὁ (Α)
αυτός που κόβει, που σπάζει λίθους, λιθοτόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λᾶας + -τύπος (< τύπτω «σπάζω, χτυπώ»), πρβλ. ορει-τύπος, χαμαι-τύπος.

Russian (Dvoretsky)

λᾱτύπος: (ῠ) ὁ каменотес Soph., Anth.