θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
λινοξός, ὁ (Α)
αυτός που κοπανίζει το λίνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -ξός (< ξέω), πρβλ. λαα-ξός].