λινόστροφος
From LSJ
English (LSJ)
ον, A twisted of flax, θῶμιγξ Opp.H.3.76. II -στροφον, τό, = marrubium, Plin.HN20.241, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
λῐνόστροφος: -ον, συνεστραμμένος ἐκ λίνου, θῶμιγξ Ὀππ. Ἁλ. 3. 76.
Greek Monolingual
λινόστροφος, -ον (Α)
1. πλεγμένος με λινάρι
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ λινόστροφον
το φυτό πράσιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -στροφος (< στρέφω), πρβλ. αργό-στροφος, εύ-στροφος].