λινοθήρας

From LSJ
Revision as of 14:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐνοθήρας Medium diacritics: λινοθήρας Low diacritics: λινοθήρας Capitals: ΛΙΝΟΘΗΡΑΣ
Transliteration A: linothḗras Transliteration B: linothēras Transliteration C: linothiras Beta Code: linoqh/ras

English (LSJ)

ου, ὁ, A one who uses nets or snares, AP7.172tit.

German (Pape)

[Seite 49] ὁ, der Jäger mit den Netzen od. Garnen, in der Überschrift des Epigr. Ant. Sid. 105 (VII, 172).

Greek (Liddell-Scott)

λῐνοθήρας: -ου, ὁ, ὁ θηρεύων διὰ θηρευτικῶν δικτύων, Ἀνθ. Π. 7. 172.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
chasseur au filet.
Étymologie: λίνον, θηράω.

Greek Monolingual

λινοθήρας, ὁ (Α)
αυτός που κυνηγά με λινά δίχτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. ορνιθο-θήρας, χρυσο-θήρας].

Greek Monotonic

λῐνοθήρας: -ου, ὁ (θηράω), αυτός που χρησιμοποιεί δίχτυα, παγίδες για θηράματα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

λῐνοθήρᾱς: ου ὁ охотящийся с сетями, зверолов Anth.