μάγια
ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning
Greek Monolingual
(I)
η·θρησκειολ. σανσκριτική λέξη που σημαίνει μαγεία ή ψευδαίσθηση και αποτελεί θεμελιώδη έννοια της ινδουιστικής φιλοσοφίας.
(II)
η
ζωολ. γένος δεκάποδων καρκινοειδών της οικογένειας majidae, του οποίου ένα είδος είναι η καβουρομάνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. maja < νεολατ. maja < λατ. maia < μαία].
(III)
τα (Μ μάγια)
μαγείες, μαγγανείες, κάθε μέσο που χρησιμοποιείται για μαγικό σκοπό («δεν πιστεύει στα μάγια»)
νεοελλ.
1. καθετί που θέλγει, που γοητεύει, θαυμαστό, πολύ ωραίο («νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια», Σολωμ.)
2. σχέδια, προθέσεις («και του μπασά εκόψανε τ' ακάθαρτά του μάγια», Τζάνες).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του μαγεία με αλλαγή γένους (πρβλ. εμπόριο: εμπορία, καλοκαίρι: καλοκαιρία)].