λῄτειρα

From LSJ
Revision as of 14:40, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῄτειρα Medium diacritics: λῄτειρα Low diacritics: λήτειρα Capitals: ΛΗΤΕΙΡΑ
Transliteration A: lḗiteira Transliteration B: lēteira Transliteration C: liteira Beta Code: lh/|teira

English (LSJ)

ἡ, A public priestess, Call.Fr.123, Hsch.; cf. λείτειραι.

Greek (Liddell-Scott)

λῄτειρα: ἡ, δημοσία ἱέρεια, Καλλ. Ἀπόσπ. 123, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

λῄτειρα, ἡ (Α)
δημόσια ιέρεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλυκός τ. του λητῆρες (πρβλ. γενέτ-ειρα, καθηγήτ-ειρα) με υπογεγραμμένη πιθ. λόγω επίδρασης από τους τ. λήϊτος, ληΐτη «ιέρεια» (πρβλ. λήτωρ)].