μήτρων
From LSJ
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
English (LSJ)
Dor. μάτρ-, ωνος, ὁ, A = μήτρως, Epigr.Gr.322.5 (Sardis), 371.3 (Cotiaeum), BCH11.471 (Lydia).
Greek (Liddell-Scott)
μήτρων: Δωρ. μάτρων, ωνος, ὁ, = μήτρως, Ἑλλ. Ἐπιγρ. 322. 5., 371. 3.
Greek Monolingual
μήτρων, δωρ. τ. μάτρων, -ωνος, ὁ (Α)
μήτρως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταγενέστερος τ. του μήτρως (πρβλ. λατ. matrōna «οικοδέσποινα»)].