μεγαλοβρεμέτης
From LSJ
English (LSJ)
ου, ὁ, A loud-thundering, Ζεύς Q.S.2.508.
German (Pape)
[Seite 105] ὁ, der laut Tosende, Qu. Sm. 2, 508, Ζεύς.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλοβρεμέτης: -ου, ὁ, ὁ μεγάλως βρέμων, ἰσχυρῶς βροντῶν, Κόϊντ. Σμ. 2. 508.
Greek Monolingual
μεγαλοβρεμέτης, ὁ (Α)
αυτός που βροντά δυνατά («Διὸς μεγαλοβρεμέταο», Κόιντ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -βρεμέτης (< βρέμω «βροντώ»), πρβλ. μεγα-βρεμέτης].