μεγαλοβρεμέτης

From LSJ
Revision as of 14:52, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλοβρεμέτης Medium diacritics: μεγαλοβρεμέτης Low diacritics: μεγαλοβρεμέτης Capitals: ΜΕΓΑΛΟΒΡΕΜΕΤΗΣ
Transliteration A: megalobremétēs Transliteration B: megalobremetēs Transliteration C: megalovremetis Beta Code: megalobreme/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, A loud-thundering, Ζεύς Q.S.2.508.

German (Pape)

[Seite 105] ὁ, der laut Tosende, Qu. Sm. 2, 508, Ζεύς.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλοβρεμέτης: -ου, ὁ, ὁ μεγάλως βρέμων, ἰσχυρῶς βροντῶν, Κόϊντ. Σμ. 2. 508.

Greek Monolingual

μεγαλοβρεμέτης, ὁ (Α)
αυτός που βροντά δυνατά («Διὸς μεγαλοβρεμέταο», Κόιντ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -βρεμέτης (< βρέμω «βροντώ»), πρβλ. μεγα-βρεμέτης].