μεσαίτατος
From LSJ
οὐκ ἐπ' ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος → man will not live by bread alone (Matthew 4:4, Luke 4:4)
English (LSJ)
μεσαίτερος, A v. μέσος VI.
German (Pape)
[Seite 136] u. μεσαίτερος, superl. u. compar. zu μέσος, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
μεσαίτατος: -τερος, ἴδε ἐν λ. μέσος VI.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
Sp. de μέσος.
Greek Monolingual
μεσαίτατος, -άτη, -ον (ΑM, Μ και μέσιος, -ία, -ον)
υπερθ. του μέσος
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μεσαίτατον
το μέσο ακριβώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέσος (για τη μορφή μεσαι- βλ. μεσο-) + κατάλ. υπερθ. -τατος (πρβλ. παλαίτατος)].
Greek Monotonic
μεσαίτατος: -τερος, βλ. μέσος V.
Russian (Dvoretsky)
μεσαίτατος: superl. к μέσος.