μελιτζάνα
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
Greek Monolingual
και μελιντζάνα και μελιζάνα, η (Μ μελιτζάνα και μελιντζάνα)
(βοτ.-γεωπ.)
1. κοινή ονομασία του φυτού Solanum melongena του γένους σολανό, που καλλιεργείται για τον εδώδιμο καρπό του, ο οποίος τρώγεται μαγειρεμένος
2. ο καρπός του φυτού αυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. melanzana. Κατ' άλλους < μσν. μαζιζάνιον, ασιατικής προέλευσης (πρβλ. ματζάνα)].