μελιτζάνα

From LSJ
Revision as of 15:10, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source

Greek Monolingual

και μελιντζάνα και μελιζάνα, η (Μ μελιτζάνα και μελιντζάνα)
(βοτ.-γεωπ.)
1. κοινή ονομασία του φυτού Solanum melongena του γένους σολανό, που καλλιεργείται για τον εδώδιμο καρπό του, ο οποίος τρώγεται μαγειρεμένος
2. ο καρπός του φυτού αυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. melanzana. Κατ' άλλους < μσν. μαζιζάνιον, ασιατικής προέλευσης (πρβλ. ματζάνα)].