μελανόπωλος
From LSJ
ἔκδοτον σεαυτὴν τῷ σύροντι ποταμῷ τῶν πραγμάτων ἐᾶσαι → abandon yourself to the eddying flow of events
English (LSJ)
ον, A having black horses, Sch.E.Ph.606.
Greek Monolingual
μελανόπωλος, -ον (Α)
αυτός που έχει μαύρους πώλους, μαύρους ίππους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + πῶλος (πρβλ. λευκό-πωλος, ταχύπωλος)].