ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye
μεσόνεως, -ων (Α)
(για κουπιά) αυτό που βρίσκεται στο μέσο του πλοίου («ὥσπερ κώπη μεσόνεως», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + ναῦς, νεώς (πρβλ. λιπό-νεως, περί-νεως)].
μεσόνεως: находящийся в середине корабля, т. е. средний (κώπη Arst. - v. l. к μέσον νεώς).