μητρόληπτος

From LSJ
Revision as of 15:11, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → Qui sapit, eundem non bis errabit modum → Den selben Fehler zwei Mal macht kein kluger Mann

Menander, Monostichoi, 121
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μητρόληπτος Medium diacritics: μητρόληπτος Low diacritics: μητρόληπτος Capitals: ΜΗΤΡΟΛΗΠΤΟΣ
Transliteration A: mētrólēptos Transliteration B: mētrolēptos Transliteration C: mitroliptos Beta Code: mhtro/lhptos

English (LSJ)

ον, A possessed by the Mother of the gods, Herm.in Phdr.p.105 A.

German (Pape)

[Seite 180] von der Göttermutter wahnsinnig gemacht, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μητρόληπτος: ὁ, ὁ ἐμπνευσθείς, ὁ μανιώδης γενόμενος ὑπὸ τῆς μητρὸς τῶν θεῶν Ρέας, Ἑρμείας εἰς Πλάτ. Φαῖδρ. σ. 105.

Greek Monolingual

μητρόληπτος, -ον (Α)
αυτός που κατέχεται ή εμπνέεται από το πνεύμα της μητέρας τών θεών Ρέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + -ληπτός (< ληπτός < λαμβάνω), πρβλ. δορί-ληπτος, μουσό-ληπτος].