μοιάζω

From LSJ
Revision as of 15:20, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source

Greek Monolingual

και ομοιάζω (ΑΜ ὁμοιάζω)
έχω τα εξωτερικά χαρακτηριστικά ή τον χαρακτήρα κάποιου άλλου, είμαι παρόμοιος με κάποιον ή με κάτι
νεοελλ.
1. (ως απρόσ.) μοιάζει
φαίνεται («μοιάζει να είναι ενδιαφέρον»
2. φρ. «δεν σού μοιάζω» — δεν έχω τις συνήθειές σου
νεοελλ.-μσν.
(ως απρόσ.) ταιριάζει, αρμόζει (α. «δεν σού μοιάζει να κάνεις τον έξυπνο» β. «σαν το μετρήση μια και δυό και βρίσκη το πως μοιάζει», Ερωτόκρ.)
αρχ.
συγκρίνω, παραβάλλω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁμοιάζω (< ὅμοιος), με σίγηση του αρκτικού άτονου ο- (πρβλ. ὀμμάτιον > μάτι)].