μολυβδόδετος
From LSJ
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
English (LSJ)
ον, A fastened with lead, ἐσχάραι Poll.6.88.
German (Pape)
[Seite 200] mit Blei gebunden, umzogen, Poll. 6, 88.
Greek Monolingual
μολυβδόδετος και μολιβδόδετος, -ον (Α)
δεμένος, στερεωμένος με μόλυβδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + -δετός (< δέω (ΙΙ) «δένω»), πρβλ. κισσό-δετος, χαλκό-δετος].