μόλα
From LSJ
ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death
Greek Monolingual
(I)
(ναυτ. πρόσταγμα) άφησε, λύσε (α. «έγια μόλα» β. «μόλα μπάντου» γ. «τίρα μόλα» δ. «μόλα κάβο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. molla, προστ. του mollare «αφήνω, χαλαρώνω»].
(II)
η
ζωολ. γένος τετραοδοντοειδών οστεϊχθύων της οικογένειας molidae.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. mola < λατ. mola «μυλόπετρα»].