χρύσινος

From LSJ
Revision as of 15:36, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρύσῐνος Medium diacritics: χρύσινος Low diacritics: χρύσινος Capitals: ΧΡΥΣΙΝΟΣ
Transliteration A: chrýsinos Transliteration B: chrysinos Transliteration C: chrysinos Beta Code: xru/sinos

English (LSJ)

[ῡ], η, ον, late form of χρύσεος, λυχνεῖα χ. Cumont A Fouilles de Doura-Europos 372 No.13: as Subst., χρύσινος, ὁ, = χρυσοῦς 1.3, Alciphr.3.3, al., IG7.26 (Megara, v/vi A. D.), Lyd.Mag.3.27, al., Olymp.Hist.p.462D.

German (Pape)

[Seite 1380] spätere u. seltenere Form statt χρύσεος, ὁ χρ. Alciphr. 3, 3.

Greek (Liddell-Scott)

χρύσῐνος: μεταγεν. τύπος τοῦ χρύσεος, Ἀλκίφρων 3. 3. κ. ἀλλ.· χρυσικός, παρ᾿ Εὐσεβ. ἐν Εὑαγγ. Προπ. 447D.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
d’or.
Étymologie: χρυσός.

Greek Monolingual

-ίνη, -ον, ΜΑ
1. χρυσός
2. το αρσ. ως ουσ.χρύσινος
χρυσό νόμισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσός (Ι) + κατάλ. -ινος (πρβλ. χάλκ-ινος)].

Russian (Dvoretsky)

χρύσῐνος: (ῡ) ὁ золотая монета Diod.