ψέμα
From LSJ
δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand, and I will move the Earth
Greek Monolingual
το / ψεῡσμα, ΝΜΑ, και λόγιος τ. ψεύμα Ν, ψεῡμα ΜΑ
ψεύδος
νεοελλ.
φρ. α) «τέλειωσαν [ή σώθηκαν] τα ψέματα» — η κατάσταση είναι πολύ σοβαρή, δεν υπάρχουν άλλα περιθώρια
β) «ψέμα με ουρά»
i) χονδροειδές ψέμα
ii) πολλά και συνεχή ψέματα
γ) «με τα ψέματα» — με ασήμαντα μέσα ή προσόντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ψεῦσμα < ψεύδομαι (πρβλ. ψεύστης), ενώ οι τ. ψεύμα και ψέμα (πρβλ. ρεύμα: ρέμα) από αρχ. ψεῦσμα με αποβολή του -σ- (πρβλ. ψεύστης: ψεύτης)].