ωμικός
Ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετὴ βροτοῖς → Virtus hominibus arma praestantissima → Die stärkste Wehr ist für den Menschen Tüchtigkeit
Greek Monolingual
(I)
-ή, -ό, Ν ώμος
1. (ανατ.-ιατρ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ώμο, ωμιαίος («ωμικός θόλος»)
2. φρ. «ωμική ζώνη»
ανατ. η οστική ζώνη που σχηματίζεται από τις κλείδες προς τα εμπρός και τις ωμοπλάτες προς τα πίσω.
(II)
-ή, -ό, Ν
1. φυσ. (για ηλεκτρικό φαινόμενο ή μέγεθος) αυτός που διέπεται από τον νόμο του Ωμ («ωμική πτώση»)
2. φρ. «ωμική αντίσταση»
φυσ. ηλεκτρική αντίσταση κατά μήκος της οποίας, όταν το κύκλωμα διαρρέεται από ηλεκτρικό ρεύμα, απελευθερώνεται ενέργεια με τη μορφή θερμότητας, που μπορεί να υπολογιστεί με βάση τον νόμο του Τζάουλ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. ohmic < [Georg Simon] Ohm, όν. Γερμανού φυσικού].