ωχριώ

From LSJ
Revision as of 15:50, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225

Greek Monolingual

ὠχριῶ, -άω, ΝΜΑ
γίνομαι ωχρός, χλομιάζω, κιτρινίζω («τί τρέμεις καὶ ὠχριᾱς;», Λουκιαν.)
νεοελλ.
1. χάνω το χρώμα μου, ξεθωριάζω
2. φρ. «ωχριώ μπροστά σε κάποιον [ή σε κάτι
μτφ. φαίνομαι πολύ κατώτερος, υστερώ, υπολείπομαι πάρα πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠχρός + κατάλ. -ιῶ, -ιάω δηλωτική ασθενείας (πρβλ. ἰλιγγ-ιῶ)].