ἰσοβαρής

From LSJ
Revision as of 16:10, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

πρᾶγμα ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενημένον → the thing worse than one expected

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσοβᾰρής Medium diacritics: ἰσοβαρής Low diacritics: ισοβαρής Capitals: ΙΣΟΒΑΡΗΣ
Transliteration A: isobarḗs Transliteration B: isobarēs Transliteration C: isovaris Beta Code: i)sobarh/s

English (LSJ)

ές, A of equal weight, Arist.Cael.273b24,308b34, Chrysipp.Stoic.2.175, Archim.Fluit.1.3, Luc.Vit.Auct. 27.

German (Pape)

[Seite 1264] ές, gleich schwer, Luc. Vit. auct. 27 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσοβᾰρής: -ές, ἔχων ἴσον βάρος, Ἀριστ. π. Οὐρ. 1. 6, 8., 4. 2, 7, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
d’un poids égal à, gén. ou dat..
Étymologie: ἴσος, βάρος.

Greek Monolingual

-ές (Α ἰσοβαρής, -ές)
αυτός που έχει το ίδιο βάρος με άλλον
νεοελλ.
1. αυτός που έχει την ίδια βαρομετρική πίεση με άλλον
2. φρ. «ισοβαρείς καμπύλες» — οι καμπύλες γραμμές πάνω σε μετεωρολογικούς χάρτες, οι οποίες ενώνουν τους τόπους που έχουν την ίδια βαρομετρική πίεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -βαρής (< βάρος), πρβλ. ετερο-βαρής, ομοιο-βαρής].

Russian (Dvoretsky)

ἰσοβᾰρής: одинаково тяжелый, равный по весу (τινος и τινι Arst., Luc.).