ἰσοταχής
Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid
English (LSJ)
ές, A possessing equal velocity, Arist.Ph.216a20, al., Plb. 10.44.9, Cleom.2.1, Ph.1.588; ἄτομοι Epicur.Ep.1p.18U., Nat.2.2; πλοῖα Ph.Bel.73.21; τινι Arist.Ph.240a8: generally, equally swift, νίκης κρίσις Epigr.Gr.939.2 (Synnada). Adv. -χῶς Arist.Mech.848a16, Sch.Epicur.Ep.1p.8U. II uniform in rate, of the pulse, Gal. 8.459, Plb.10.44.13, Str.1.2.17. Adv. -χῶς Gal.9.454.
German (Pape)
[Seite 1267] ές, gleich schnell, Pol. 10, 44, 9 u. a. Sp.; auch adv., Pol. 34, 4, 6 Plut. adv. Stoic. 43.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσοτᾰχής: -ές, ἐξ ἴσου ταχύς, Ἀριστ. Φυσ. 4. 8, 15., 7. 4, 9, κ. ἀλλ.· τινι αὐτόθι, 6. 9, 6. ― Ἐπίρρ. -χῶς, ὁ αὐτ. ἐν Μηχαν. προοιμ. 10, Πολύβ. 34. 4, 6, Στράβ. 25.
Greek Monolingual
-ές (Α ἰσοταχής, -ές)
1. αυτός που έχει ίση ταχύτητα με κάποιον άλλο
2. αυτός που διατηρεί σταθερή ταχύτητα
αρχ.
(για σφυγμούς) κανονικός.
επίρρ...
ισοταχώς (Α ἰσοταχῶς)
με ίση ταχύτητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -ταχής (< τάχος «ταχύτητα»), πρβλ. ομοιο-ταχής, ομο-ταχής].
Russian (Dvoretsky)
ἰσοτᾰχής: обладающий равной скоростью, одинаково быстрый (ἀλλοιώσεις Arst.; τὰ κινούμενα Sext.).