ἱμαλίς
οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty
English (LSJ)
ίδος, ἡ, Syrac. epithet of Demeter, Polem. Hist.39:—hence ἱμαλιά, ἡ,= τὸ ἐπίμετρον τῶν ἀλεύρων, Hsch.: ἱμάλιος, α, ον, A abundant, Id.: as name of a month at Hierapytna, GDI5040.4. II Dor. word for ὁ νόστος καὶ τὰ ἐπίμετρα τῶν ἀλεύρων Trypho ap.Ath.14.618d;= ἐπιμύλιος ᾠδή, Hsch., Poll.4.53.
German (Pape)
[Seite 1252] ίδος, ἡ, nach Trvphon bei Ath. XIV, 618 e dor. = Νόστος, eine Mühlengottheit, ἢ τὰ ἐπίμετρα τῶν ἀλέτων, vgl. ἱμαλιά. Bei den Syrakusanern hieß so Demeter, Ath. III, 109 a X, 416 e. Nach Hesych. wie ἱμαῖος ein Müllerlied.
Greek (Liddell-Scott)
ἱμαλίς: -ίδος, ἡ, ἐπίθ. τῆς Δήμητρος παρὰ Συρακοσίοις, Πολέμων παρ’ Ἀθην. 109Α. - ἐντεῦθεν ἱμαλιά, «τὸ ἐπίμετρον τῶν ἀλεύρων. ἐπιγέννημα ἀλετρίδος, καὶ ὁ ἀπὸ τῶν ἀχύρων χνοῦς, καὶ περιουσία» Ἡσύχ. - προσέτι «ἱμάλιον· καρποφόρον, νόστιμον» ὁ αὐτ. ΙΙ. Δωρ. λέξ. ἀντὶ τοῦ ἱμαῖον μέλος, Τρύφ παρ’ Ἀθην. 618Ε.
Greek Monolingual
ἱμαλίς, ἡ (Α)
ως κύριο όν. ἡ Ἱμαλίς
επίθ. της Δήμητρας στις Συρακούσες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμαλιά + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. μολυβδ-ίς, τροφαλ-ίς)].