θερμοκρασία

From LSJ
Revision as of 17:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\...)

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θερμοκρᾱσία Medium diacritics: θερμοκρασία Low diacritics: θερμοκρασία Capitals: ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΑ
Transliteration A: thermokrasía Transliteration B: thermokrasia Transliteration C: thermokrasia Beta Code: qermokrasi/a

English (LSJ)

ἡ, A mixing of hot drink, Aët.9.30.

Greek Monolingual

η (Α θερμοκρασία)
νεοελλ.
ο βαθμός θερμότητας ενός σώματος (α. «θετική θερμοκρασία» — η θερμοκρασία πάνω από 0 βαθμούς
β. «αρνητική θερμοκρασία» — η θερμοκρασία κάτω από 0 βαθμούς
γ. «θερμοκρασία ανθρώπου»)
αρχ.
η ανάμιξη θερμού ποτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο)- + -κρασία < -κρατος < κεράννυμι «αναμιγνύω» (πρβλ. ακρασία, ευκρασία, συγκρασία). Η λ. με τη νεώτερη σημ. μαρτυρείται από το 1812 στον Κ. Κούμα].