ἐδάφιον

From LSJ
Revision as of 17:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs)

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐδᾰφιον Medium diacritics: ἐδάφιον Low diacritics: εδάφιον Capitals: ΕΔΑΦΙΟΝ
Transliteration A: edáphion Transliteration B: edaphion Transliteration C: edafion Beta Code: e)da/fion

English (LSJ)

τό, Dim. of A ἔδαφος 4, Alex. Aphr.in Metaph.738.17; τῶν κατηγοριῶν τὰ ἐ. Dexipp.in Cat.5.14, cf. Eust.1532.63, Tz.H.4.202, Sch.Pi.O.5.1.

German (Pape)

[Seite 715] τό, dim. zum Folgdn, Grundtext, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

ἐδάφιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἔδαφος, χωρίον συγγραφέως ἐν βιβλίῳ, Εὐστ. 1532. 63.

Spanish (DGE)

-ου, τό
1 pequeño terreno κενὸν ἐ. IG 7.2808a.29 (Hieto III d.C.).
2 texto, edición, manuscrito ὁ ἐν τῷ ἐδαφίῳ ... γράφων Alex.Aphr.in Metaph.738.17, τῶν Κατηγοριῶν νενοηκέναι πρῶτον τὰ ἐδάφια ἀκριβῶς Dexipp.in Cat.5.14, αὕτη ἡ ᾠδὴ ἐν μὲν τοῖς ἐδαφίοις οὐκ ἦν Sch.Pi.O.5.inscr.a, cf. Aristid.Pro.129.4, 155.13, Tz.H.4.205
texto consagrado e.e. texto base τὸ ἐ. τοῦ Ἀποστόλου ἀναγνωσθῆναι Adam.Dial.224.

Greek Monolingual

το (εδάφιον, AM ἐδάφιον)
χωρίο, σύντομο απόσπασμα ενός κειμένου («οὕτω δὲ τὸ ἐδάφιόν ἐστιν ἐγγεγραμμένον»)
νεοελλ.
(για νόμους, καταστατικά, κανονισμούς κ.λπ. συνταγμένους με αύξοντα αριθμό και διαιρεμένους σε παραγράφους) η υποδιαίρεση παραγράφου («το τρίτο εδάφιο της πρώτης παραγράφου του αριθμού 2 του νόμου ΑΧΕ»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < έδαφος + υποκορ. κατάλ. -ιον (πρβλ. και χωρίον < χώρα + -ιον)].