θαλασσοβραχής
From LSJ
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
English (LSJ)
ές, A soaked in brine, Antyll. ap. Orib.8.12.3.
German (Pape)
[Seite 1182] ές, meerbenetzt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
θαλασσοβραχής: -ές, βεβρεγμένος θαλάσσῃ, Ὀρειβ. σ. 123.
Greek Monolingual
θαλασσοβραχής, -ές (Α)
βρεγμένος με θαλασσινό νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο- + -βραχής (< βρέχω, πρβλ. παθ. αόρ. ε-βράχ-ην), πρβλ. ελαιοβραχής, μυροβραχής].