οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass
-ές (Α ἰσοβαθής, -ές)
αυτός που έχει ίσο βάθος με άλλον
νεοελλ.
φρ. «ἱσοβαθής γραμμή ή καμπύλη» — σε θαλασσογραφικούς χάρτες η καμπύλη γραμμή που ενώνει τα σημεία στα οποία το βάθος είναι το ίδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -βαθής (< βάθος), πρβλ. εγγυβαθής, πολυβαθής].