καθάρυλλος

From LSJ
Revision as of 18:05, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰθάρυλλος Medium diacritics: καθάρυλλος Low diacritics: καθάρυλλος Capitals: ΚΑΘΑΡΥΛΛΟΣ
Transliteration A: katháryllos Transliteration B: katharyllos Transliteration C: katharyllos Beta Code: kaqa/rullos

English (LSJ)

ον, Com. Dim. of καθαρός, A dainty, ἄρτοι Pl.Com.86. Adv. -λλως Cratin.27.

German (Pape)

[Seite 1282] dim. zu καθαρός, säuberlich, Plat. com. bei Ath. III, 110 d; auch adv., Cratin. ib. IX, 396 b.

Greek (Liddell-Scott)

καθάρυλλος: -ον, κωμικὸν ὑποκορ. τοῦ καθαρός, «καθαρούτσικος», ἄρτους πριάμενος μὴ τῶν καθαρύλλων Πλάτ. Κωμ. ἐν «Νυκτὶ μακρᾶ» 1. - Ἐπίρρ. καθαρύλλως, Κρατῖν. ἐν «Δηλιάσιν» 7.

Greek Monolingual

καθάρυλλος, -ον (Α)
(κωμ. υποκορ. του καθαρός) κάπως καθαρός, λίγο καθαρός, καθαρούτσικος.
επίρρ...
καθαρύλλως (Α)
κάπως καθαρά, καθαρούτσικα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + υποκορ. κατάλ. -υλλος (πρβλ. άρκυλλος, μάτρυλλος)].