Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
ἰπνοκαής, -ές (Α)
ο ψημένος στον κλίβανο, στον φούρνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰπνός + -καής (< καίω), πρβλ. ηλιοκαής, πυρικαής].