καλόβαθρο

From LSJ
Revision as of 18:15, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source

Greek Monolingual

το (AM καλόβαθρον)
καθένα από τα δύο ξύλινα κοντάρια τα οποία έχουν στο κάτω μέρος τους από μια μικρή βαθμίδα πάνω στην οποία πατώντας μπορεί κάποιος να περπατήσει ενώ βρίσκεται σε κάποιο ύψος πάνω από το έδαφος, αλλ. ξυλοπόδαρο
νεοελλ.
ορθοπεδικό ξύλινο σκέλος πάνω στο οποίο στηρίζεται το ακρωτηριασμένο κάτω άκρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- + -βαθρον (< βάθρον < βαίνω), πρβλ. μεσόβαθρον, πλατύβαθρον].