ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
καμπτρίον, τὸ (AM)
(υποκορ. του κάμπτρα) κιβώτιο, μικρή θήκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάμπτρα + υποκορ. κατάλ. -ίον, πρβλ. παιδίον, τρυβλίον].