κλινάς
From LSJ
ἀσμένῳ δέ σοι ἡ ποικιλείμων νὺξ ἀποκρύψει φάος → glad wilt thou be when night, arrayed in spangled garb, shuts out the light
German (Pape)
[Seite 1453] άδος, ἡ, das Tischlager, -polster, Euseb.
Greek (Liddell-Scott)
κλινάς: -άδος, ἡ, προσκεφάλαιον ἐπὶ ἀνακλίντρου, Εὐσ. Βίος Κωνστ. 3. 15.
Greek Monolingual
κλινάς, -άδος, ἡ (Α)
κλινοειδές κάθισμα, ανάκλιντρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + κατάλ. -άς (πρβλ. δρομάς, ικμάς)].