κητόδορπος

From LSJ
Revision as of 18:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

Γύμναζε παῖδας· ἄνδρας οὐ γὰρ γυμνάσεις → Exerce pueros: non exercebis virum → Mit Kindern übe, denn mit Männern ist's zu spät

Menander, Monostichoi, 104
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κητόδορπος Medium diacritics: κητόδορπος Low diacritics: κητόδορπος Capitals: ΚΗΤΟΔΟΡΠΟΣ
Transliteration A: kētódorpos Transliteration B: kētodorpos Transliteration C: kitodorpos Beta Code: khto/dorpos

English (LSJ)

συμφορά, , A supplying food for sea-monsters, Lyc. 954.

German (Pape)

[Seite 1435] den großen Meerfischen Fraß, Nahrung gebend, Lycophr. 954.

Greek (Liddell-Scott)

κητόδορπος: συμφορά, ἡ, τὸ νὰ καταστῇ τις βορὰ τῶν ἰχθύων, Λυσ. 954.

Greek Monolingual

κητόδορπος, -ον (Α)
αυτός που εφοδιάζει με τροφή τα θαλάσσια τέρατα («κητόδορπος συμφορά» — η συμφορά του να γίνει κανείς βορά τών κητών, να τον φάνε τα θαλάσσια τέρατα, Λυκόφρ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῆτος + -δορπος (< δόρπον «γεύμα»), πρβλ. αποινόδορπος, σύνδορπος].