τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
κοιλῶνυξ, ὁ, ἡ (Α)
(για άλογα) αυτός που έχει κοίλες οπλές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + -ῶνυξ (< ὄνυξ «νύχι»), πρβλ. αιγώνυξ, χαλκώνυξ. Το -ω- λόγω της συνθέσεως].