κυκληδόν
From LSJ
ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her
English (LSJ)
Adv. A in a circle, περιβλέψας τὸ πλῆθος Posidon.36 J.
German (Pape)
[Seite 1526] im Kreise, rings herum, Posidon. bei Ath. V, 212 f.
Greek (Liddell-Scott)
κυκληδόν: Ἐπίρρ., ἐν κύκλῳ, κυκλοτερῶς, Ποσειδών. παρ’ Ἀθην. 212F.
Greek Monolingual
κυκληδόν (Α)
επίρρ. κυκλικά, με κύκλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύκλος + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. αγεληδόν, πρηνηδόν)].