κούφιος
σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → all life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains | the world's a stage, and life's a toy: dress up and play your part; put every serious thought away—or risk a broken heart | Life's a performance. Either join in lightheartedly, or thole the pain. | this life a theatre we well may call, where every actor must perform with art, or laugh it through, and make a farce of all, or learn to bear with grace his tragic part
Greek Monolingual
-α, -ο
1. αυτός που δεν έχει περιεχόμενο, άδειος
2. (για καρπούς, δόντια, ξύλα κ.λπ.) εσωτερικά φθαρμένος (α. «κούφιο καρύδι» β. «κούφιο δόντι»)
3. (για ήχο) υπόκωφος
4. μτφ. αυτός που δεν έχει ουσία, επιφανειακός (α. «κούφια λόγια» β. «κούφιο άτομο»)
5. φρ. α) «κούφια η ώρα» — για εξορκισμό προς αποφυγή δυσάρεστης κατάστασης
β. «του βγήκαν κούφια» — για κάποιον που απέτυχε στις προσδοκίες του
γ) «στα κούφια» — χωρίς αποτέλεσμα ή χωρίς θόρυβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῦφος «άδειος εσωτερικά, κενός» + κατάλ. -ιος, κατά τα αρχ. επίθ. σε -ιος (πρβλ. άξιος, γνήσιος)].