κυνόδηκτος
From LSJ
ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως → trustworthy guarantor for the money
English (LSJ)
ον, A caused by a dog's bite, ἕλκη Arist.HA630a8, cf. Heras ap.Gal.13.558, Dsc.1.123, 2.28; bitten by a dog, Gp.12.17.14.
Greek (Liddell-Scott)
κῠνόδηκτος: -ον, δηχθεὶς ὑπὸ κυνός, Γαλην.· κ. ἕλκη, ἕλκη ἐκ δήγματος κυνός, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 44, 8.
Spanish
Greek Monolingual
-η, -ο (AM κυνόδηκτος, -ον)
δαγκωμένος από σκύλο
αρχ.
αυτός που προήλθε από δάγκωμα σκυλιού («ἡ δὲ θεραπεία ἡ αὐτὴ καὶ τῶν κυνοδήκτων ἑλκῶν», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + -δηκτος (< δάκνω), πρβλ. θηριόδηκτος, καρδιόδηκτος].
Russian (Dvoretsky)
κῠνόδηκτος: причиненный укусом собаки (ἕλκη Arst.).