κοριός

From LSJ
Revision as of 18:48, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach

Menander, Monostichoi, 504

Greek Monolingual

και κορέος, ο (Μ κοριός και κουρεός και κορεός) νυκτόβιο και ενοχλητικό έντομο με πεπλατυσμένο σώμα, το οποίο αναδίδει δυσάρεστη οσμή και ανήκει στην τάξη ημίπτερα
νεοελλ.
1. μικροσυσκευή που χρησιμοποιείται για τηλεφωνικές υποκλοπές
2. φρ. «θα πιάσουμε κοριούς»
(ως έκφραση δυσφορίας) είμαστε ανυπόφορα στριμωγμένοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κοριός < κορεός (με συνίζηση) < αρχ. κόρις + κατάλ. -εός (πρβλ. αδελφεός, ερινεός). Ο τ. κορέος επίσης < κορεός με αναβιβασμό του τόνου].