Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κυανόπρωρος

From LSJ
Revision as of 18:48, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μισῶ πένητα πλουσίῳ δωρούμενον → Res pauper est odiosa, donans diviti → Ich hasse einen Armen, der demReichen gibt

Menander, Monostichoi, 360

German (Pape)

[Seite 1521] mit dunkelblauem oder schwarzem Vordertheile, ναῦς, das schwarz geschnäbelte Schiff, Od. 9, 482; eigtl. κυανόπρῳρος, wie E. M κυανοπρωΐρους schreibt.

Greek Monolingual

κυανόπρωρος και κυανοπρῴρειος, -ον, θηλ. και κυανοπρώειρα και κυανόπρῴρα (Α)
(για πλοίο) αυτός που η πλώρη του έχει μαύρο χρώμα (α. «Ἕκτωρ ἴθυσε νεὸς κυανοπρῴροιο ἀντίος ἀΐξας», Ομ. Ιλ.
β. «τὰς πέντε νέας κυανοπρῳρείους Αἰγύπτῳ ἐπέλασσε φέρων ἄνεμός τε καὶ ὕδωρ», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + -πρῳρος (< πρῷρα), πρβλ. βούπρωρος, κριόπρωρος. Ο τ. κυανοπρῴρειος είναι παράλληλος, παρεκτεταμένος (με επίθημα -ειος για μετρικούς λόγους].